- πλατσομύτης
- οθηλ. -μύτα αυτός που έχει πλατσουκωτή μύτη, σιμός, πλακομύτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλατσομύτης — και πλατσουμύτης και πλατσουκομύτης, ύτα, ύτικο, Ν βλ. πλακουτσομύτης … Dictionary of Greek
πλακουτσομύτης — και πλατσουκομύτης και πλατσουμύτης και πλατσομύτης, ύτα, ύτικο, Ν αυτός που έχει πλατιά μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + μύτη. Ο τ. πλατσουκομύτης με μετάθεση, ενώ ο τ. πλατσομύτης με αποβολή] … Dictionary of Greek
ζουλομύτης — α και ισσα, ικο αυτός που έχει ζουληγμένη, πατηκωμένη μύτη, ο πλατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουλώ + μύτης (< μύτη) πρβλ. σουβλο μύτης, ψηλο μύτης] … Dictionary of Greek
πατσομύτης — ο αυτός που έχει πλατιά, πλατσουκωτή μύτη, πλακομύτης, πλατσουκομύτης, πλατσομύτης, πατσουρός, πατσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + μύτης (< μύτη), πρβλ. κοκκινο μύτης] … Dictionary of Greek
πλατύρρινος — η, ο / πλατύρρινος, ον, ΝΑ, και ως ουσ., πλατύρρις, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά μύτη, ο πλατσομύτης νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατύρρινοι ζωολ. ανθυπόταξη πιθήκων τού Νέου Κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τους καταρρίνους τού Παλαιού … Dictionary of Greek
σιμός — ή, ό 1. ανασηκωμένος στα άκρα: Έχει σιμή μύτη. 2. πλατσομύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)